τσολιάς

τσολιάς
ο
πληθ. -άδες
1. που φοράει τσόλια (βλ. λ.), που είναι ντυμένος με φτηνά ρούχα.
2. μτφ., βουνίσιος, ορεσίβιος.
3. στρατιώτης εύζωνος, ο εύζωνος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσολιάς — ο, Ν [τσόλι] 1. εύζωνος 2. αυτός που φορά τσόλια, κουρέλια …   Dictionary of Greek

  • Tsolias — A tsolias (τσολιάς) is a Greek soldier wearing a modern military dress uniform based on a traditional Greek guerrilla outfit from the 19th century s Greek War of Independence. The foustanella is based on the ancient Greek tunic called a chiton… …   Wikipedia

  • εύζωνας — Στρατιώτης του ελληνικού στρατού με ειδική στολή και ελαφρύ οπλισμό. Ονομάζεται και τσολιάς. Οι πολεμιστές στην Επανάσταση του 1821 φορούσαν την τότε εθνική ενδυμασία: φουστανέλα, φέσι και τσαρούχια. Το 1823, κατά την περίοδο του Αγώνα,… …   Dictionary of Greek

  • εύζωνος — και εύζωνας, ο (ΑΜ εὔζωνος, ον Α και επικ. τ. ἐύζωνος, ον) νεοελλ. ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης που φέρει την εθνική στολή (φουστανέλα, φέσι, τσαρούχια), τσολιάς μσν. αρχ. 1. (για γυναίκα) ζωσμένη ωραία, με λεπτή μέση, κομψή 2. ντυμένος ελαφρά,… …   Dictionary of Greek

  • τσολιάδικος — η, ο, Ν τσολιαδίστικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τσολιαδ τού πληθ. τσολιάδες τής λ. τσολιάς + κατάλ. ικος] …   Dictionary of Greek

  • τσολιαδίστικος — η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τσολιά 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τσολιαδίστικα η φορεσιά τού τσολιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τσολιαδ τού πληθ. τσολιάδες τής λ. τσολιάς + κατάλ. ίστικος (πρβλ. αγορ ίστικος)] …   Dictionary of Greek

  • εύζωνας — εύζωνας, ο και εύζωνος, ο πληθ. ες και οι, στρατιώτης με ειδική στολή, αλλ. τσολιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”